- εὐφωνίας
- εὐφωνίᾱς , εὐφωνίαgoodness of voicefem acc plεὐφωνίᾱς , εὐφωνίαgoodness of voicefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TOMENTUM Circense — quod scil. in Circo vendebatur, memoratur Martiali, l. 14. Epigr. 160. Tomentum concisa palus Circense vocatur: Haec pro Leuconico stramina pauper emit. Ubi palus, sumitur pro arundine, iunco, ulva palustri, e qua tomentum fiebat; idem quibusdam… … Hofmann J. Lexicon universale
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
άχρι — ἄχρι και ἄχρις (AM) Ι. επίρρ. 1. χρον. ώσπου 2. τοπ. μέχρι, ως («ἄχρι εἰς Κοτύωρα») II. πρόθ. 1. μέχρι, ως («ἄχρι τῆς εἰσόδου» ως την είσοδο) 2. φρ. «ἄχρι παντός» συνεχώς III. (σύνδ.) 1. χρον. μέχρις ότου 2. τοπ. ως, μέχρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. άχρι… … Dictionary of Greek
ευμέλεια — η (Α εὐμέλεια) [εὐμελής] 1. μελωδικότητα, μουσικότητα, αρμονικότητα («φύσει διαφόρῳ προς εὐμέλειαν κεχορηγημένον», Διόδ.) 2. ευφωνία, μελωδική γλώσσα, ευρυθμία στον λόγο («τὶ οὖν ἦν ἄτοπον εἰ καὶ Δημοσθένει φροντὶς εὐφωνίας τε καὶ εὐμελείας… … Dictionary of Greek
ευφωνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευφωνία, που συμβάλλει, που συντελεί ώστε να δημιουργηθεί ευφωνία («το ευφωνικόν»). επίρρ... ευφωνικώς και ά με ευφωνία, χάριν ευφωνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύφωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Χ.… … Dictionary of Greek
καλλωπισμός — ο (AM καλλωπισμός) [καλλωπίζω] ο στολισμός, ο ευτρεπισμός, ο εξωραϊσμός τής εξωτερικής εμφάνισης προσώπου ή πράγματος (α. «ο καλλωπισμός, ή να είπω ούτως, κτενισμός και στολισμός τής γλώσσης», Κορ. β. «ὅσα τῷ σώματι αὐτοῡ κόσμον πέμποι τις ἤ ὡς… … Dictionary of Greek
μέχρι — και πριν από φωνήεν μέχρις (ΑΜ μέχρι και μέχρις) (χρησιμοποιείται ως πρόθ. καταχρηστ., ως επίρρ. τοπ. ή χρον. και ως χρον. σύνδ.) 1. έως, ίσαμε (α. «θα πάω μέχρι το Φάληρο» β. «θα έχω έλθει μέχρι τις επτά» γ. «μέχρι τῆς πόλεως», Θουκ. δ. «ὥστ… … Dictionary of Greek